αμυλάλευρο

αμυλάλευρο
το
αλεύρι από κάθε αμυλώδη ουσία, νισεστές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμυλάλευρο — το αλευροποιημένο άμυλο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο(ν) + άλευρο(ν), πρβλ. γαλλ. fecule] …   Dictionary of Greek

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • νισεστές — και νιζεστές και νισεστά, ο κοινή ονομασία τού αμύλου που λαμβάνεται από το σιτάρι και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική το αμυλάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nișasta] …   Dictionary of Greek

  • νισεστές — ο (λ. τουρκ.), αμυλάλευρο, αλλ. καταστατός: Κάναμε γλυκό μενισεστέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”